ἐπιρροίβδην

From LSJ
Revision as of 19:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρροίβδην Medium diacritics: ἐπιρροίβδην Low diacritics: επιρροίβδην Capitals: ΕΠΙΡΡΟΙΒΔΗΝ
Transliteration A: epirroíbdēn Transliteration B: epirroibdēn Transliteration C: epirroivdin Beta Code: e)pirroi/bdhn

English (LSJ)

Adv. with noisy fury, E.HF860 (troch.).

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à engloutir dans un tourbillon.
Étymologie: ἐπιρροιβδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρροίβδην: adv. бурно, стремительно, неудержимо (ὁμαρτεῖν τινα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροίβδην: Ἐπίρρ. ὡς τὸ ῥύδην, μετὰ ἠχηρᾶς καὶ μανιώδους ὁρμῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860.

Greek Monolingual

ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].

Greek Monotonic

ἐπιρροίβδην: (ῥοῖβδος), επίρρ., με μανιώδη ορμή, σε Ευρ.

Middle Liddell

ῥοῖβδος
adv. with noisy fury, Eur.