ἐφίππιος
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
ον, A for putting on a horse, κασᾶς X.Cyr.8.3.6, PLond.2.402 ii 5 (ii B.C.); πῖλος Plu.Art.11; ἐ., τό, saddle-cloth, Antiph.109, X.Eq.7.5, Epict.Fr.18 (pl.); saddle, Luc.Nav.30, Hist.Conscr.45: pl., Hor. Epist.1.14.43. II ἐφίππιος (sc. δρόμος), ὁ, horse-course, a course of a certain length so called, Pl.Lg.833b. (-ειος codd. Plu.Art.l.c., Epict. l. c., etc., but -ῐος Antiph. l. c., Hor. l. c.)
German (Pape)
[Seite 1119] auch ἐφίππειος, auf dem Pferde, zum Pferde gehörig; δρόμος, Wettrennen, Plat. Legg. VIII, 833 b; κάσαι ἐφίππειοι, Schabracken, Xen. Cyr. 8, 3, 6; eben so τὸ ἐφίππιον στρῶμα, Pferdedecke unter dem Sattel, Antiphan. bei Ath. XI, 503 b; ohne Zusatz, τὸ ἐφίππιον, oder ἐφίππειον, Xen. Equ. 7, 5 u. öfter; Luc. Navig. 30; Plut. Artax. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on met sur un cheval (couverture, housse, etc.).
Étymologie: ἐπί, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
ἐφίππιος: II ὁ (sc. δρόμος) дистанция для конного пробега Plat.
которым покрывают коня, конский (κασαῖ Xen.; πῖλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφίππιος: -ον, (ἵππος) ὁ ἐπὶ τοῦ ἵππου τιθέμενος, κασᾶς δὲ τούσδε τοὺς ἐφιππίους τοῖς τῶν ἱππέων ἡγεμόσι δὸς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6· πῖλος Πλουτ. Ἀρτοξ. 11 (ἔνθα ἐφίππειος)· τὸ μὲν ἐφίππιον στρῶμ’ ἐστὶν ἡμῖν, τὸ μὲν ἐφίππιον χρησιμεύει εἰς ἡμᾶς ὡς στρῶμα, Ἀντιφάνης ἐν «Ἱππεῦσι» 1· ἐπειδάν γε μὴν καθίζηται, ἐάν τε ἐπὶ ψιλοῦ ἐάν τε ἐπὶ τοῦ ἐφιππίου, τοῦ σάγματος δηλ., Ξεν. Ἱππ. 7. 5. ΙΙ. ἐφίππιος (δηλ. δρόμος), ὁ, ὁ τοῦ ἱππέως δρόμος, δρόμος ὡρισμένης τινὸς ἐκτάσεως, Πλάτ. Νόμ. 833Β. -«ἐφίππιον: ἀγώνισμα ἐφ’ ἵππων τρεχόντων» Φώτ.
Greek Monolingual
-ο(ν), τὸ (Α ἐφίππιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το εφίππιο(ν)
το κάλυμμα της ράχης του αλόγου, ή σέλα ή το σαμάρι
αρχ.
1. αυτός που τίθεται πάνω στο άλογο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐφίππιος (ενν. δρόμος)
δρόμος ορισμένου μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππ-ιος (< ἵππος)].
Greek Monotonic
ἐφίππιος: -ον (ἵππος), αυτός που έχει τοποθετηθεί πάνω σε άλογο, σε Ξεν.· ἐφίππιον (ενν. στρῶμα), τό, ύφασμα κάτω απ' το σαμάρι, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐφ-ίππιος, ον ἵππος
for putting on a horse, Xen.:— ἐφίππιον (sc. στρῶμἀ a saddle-cloth, Xen.