ἡμίθραυστος

From LSJ
Revision as of 20:24, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθραυστος Medium diacritics: ἡμίθραυστος Low diacritics: ημίθραυστος Capitals: ΗΜΙΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthraustos Transliteration B: hēmithraustos Transliteration C: imithrafstos Beta Code: h(mi/qraustos

English (LSJ)

ον, half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. άθραυστος, εύθραυστος].

Greek Monotonic

ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

ἡμί-θραυστος, ον θραύω
half-broken, Eur., Anth.