ὑγροκοίλιος

From LSJ
Revision as of 21:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροκοίλιος Medium diacritics: ὑγροκοίλιος Low diacritics: υγροκοίλιος Capitals: ΥΓΡΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: hygrokoílios Transliteration B: hygrokoilios Transliteration C: ygrokoilios Beta Code: u(grokoi/lios

English (LSJ)

ον, having moist or loose faeces, Arist.HA632b11 (ὑγρό-κοιλος is f.l. in Cyran.56; cf. ὑδρόκοιλος).

German (Pape)

[Seite 1171] mit flüssigem, weichem Unterleibe; Arist. H. A. 9, 50; Medic.

Russian (Dvoretsky)

ὑγροκοίλιος: имеющий жидкие экскременты (τὰ ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, εὐκοίλιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο-κοίλιος, μεγαλο-κοίλιος].