δεισήνωρ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, fearing man, A.Ag.154 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ορος
que respeta al esposo θυσία ... οὐ δ. A.A.152.
German (Pape)
[Seite 541] ορος, θυσία, Männer fürchtend, achtend, Aesch. Ag. 148.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui craint ou respecte un époux.
Étymologie: δείδω, ἀνήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεισήνωρ -ορος [δείδω, ἀνήρ] als adj. die haar man vreest.
Russian (Dvoretsky)
δεισήνωρ: ορος adj. предполож. возбуждающий страх в людях, т. е. бесчеловечный, жестокий (θυσία Aesch.).
Greek Monolingual
δεισήνωρ (-ορος), ο, η (Α)
αυτός που φοβάται τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισ(ι)- (< δείδω) + -ήνωρ (< ανήρ). Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων.
Greek Monotonic
δεισήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (δείδωἀνήρ), αυτός που φοβάται τους άνδρες, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
δεισήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ φοβούμενος τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154.