δύσηρις
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις (quarrelsome, contentious) 1, Pi.O.6.19, Axiop.1.4: Att. form of δύσερις acc. to Moer.126.
Spanish (DGE)
v. δύσερις.
German (Pape)
[Seite 680] nach den Atticisten eigtl. att. Form von δύσερις, feindselig, nur Pind. Ol. 6, 19.
Russian (Dvoretsky)
δύσηρις: ι adj. Pind. = δύσερις 1.
Greek (Liddell-Scott)
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. τύπος τοῦ δύσερις ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.
English (Slater)
δύσηρις prone to quarrel οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν μαρτυρήσω (byz.: δύσερις codd.) (O. 6.19)
Greek Monotonic
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί δύσερις I, σε Πίνδ.
Middle Liddell
δύσ-ηρις, ιδος poet. for δύσερις 1, Pind.]