μελισσοβότανον
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
τό, balm, lemon balm, Melissa officinalis, common balm, balm mint, Sch. Theoc.4.25.
German (Pape)
[Seite 124] τό, Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr. 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον, auch μελίταινα.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοβότᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25· ὡσαύτως: μελισσόφυλλον ἢ μελίφυλλον, μελίτταινα ἢ μελίκταινα, μέλινον.
Wikipedia EL
Η Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis), γνωστή και ως το μελισσόχορτο ή μελισσοβότανο ή κιτροβάλσαμο (lemon balm), η βάλσαμος (balm), το κοινό βάλσαμο (common balm) ή το βάλσαμο μέντας (balm mint), είναι ένα πολυετές (perennial) φυτό το οποίο ανήκει στην οικογένεια Χειλανθή (Lamiaceae), την οικογένεια της μέντας. Το θαμνώδες αυτό φυτό είναι ιθαγενές στη νότιο-κεντρική Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, την περιοχή της Μεσογείου και την Κεντρική Ασία.
Wikipedia EN
Lemon balm (Melissa officinalis), balm, common balm, or balm mint, is a perennial herbaceous plant in the mint family Lamiaceae and native to south-central Europe, the Mediterranean Basin, Iran, and Central Asia, but now naturalized in the Americas and elsewhere.
Translations
af: suurlemoenbalsem; ar: ترنجان مخزني; ast: melissa officinalis; azb: درمان لیمون اوْتو; az: dərman limonotu; bat_smg: melėsos; ba: мелисса; be: меліса лекавая; bg: маточина; bs: matičnjak; ca: melissa; ceb: melissa officinalis; csb: mateszkòwé zelé; cs: meduňka lékařská; cy: balm; da: citronmelisse; de: Zitronenmelisse; el: μελισσόχορτο; en: lemon balm; eo: citronmeliso; es: melissa officinalis; et: sidrunmeliss; eu: garraiska; fa: فرنجمشک; fi: sitruunamelissa; fr: mélisse officinale; gl: melisa; hr: ljekoviti matičnjak; hsb: citronowa mjedowka; hu: citromfű; hy: պատրինջ դեղատու; is: sítrónumelissa; it: melissa officinalis; ja: レモンバーム; kab: iferzizwi; ka: ბარამბო; kk: дәрілік жаужапырақ; ko: 레몬밤; lt: vaistinė melisa; lv: ārstniecības melisa; mhr: мӱкшпеледыш; mk: маточина; mzn: وارنگ بو; nl: citroenmelisse; nn: sitronmelisse; no: sitronmelisse; nrm: piment; pcd: chitron·néle; pl: melisa lekarska; pms: melissa officinalis; ps: کرپوله; pt: erva-cidreira; ro: roiniță; ru: мелисса лекарственная; sh: matičnjak; simple: lemon balm; sk: medovka lekárska; sl: navadna melisa; sr: матичњак; sv: citronmeliss; th: สะระแหน่; tr: melissa officinalis; uk: меліса лікарська; vi: tía tô đất; war: melissa officinalis; wuu: 蜜蜂花; zh_yue: 檸檬香蜂草; zh: 蜜蜂花