ἐϋστρεφής

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋστρεφής Medium diacritics: ἐϋστρεφής Low diacritics: εϋστρεφής Capitals: ΕΫΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eüstrephḗs Transliteration B: eustrephēs Transliteration C: eystrefis Beta Code: e)u+strefh/s

English (LSJ)

ές, (στρέφω) A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος. II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὐστρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.

Greek Monolingual

ἐϋστρεφής, -ές (Α)
1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.)
2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῖς ὦμοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στρεφής (< στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφιστρεφής, επιστρεφής].

Greek Monotonic

ἐϋστρεφής: -ές (στρέφω), καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά, σε Όμηρ.