παραχωρώ

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

παραχωρῶ, -έω, ΝΜΑ
εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα
μσν.-αρχ.
αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό
μσν.
1. παραλείπω
2. είμαι κατώτερος
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παρέχω, δίνω, χορηγώ
3. εγχειρίζω, παραδίδω
4. επιτρέπω
5. αναθέτω
6. (για το σάλιο) ρέω, τρέχω
7. φρ. «ἐνταῡθα παραχωρεῖ» — καταλήγει σ' αυτό.