εκχωρώ
From LSJ
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκχωρῶ)
παραχωρώ, μεταβιβάζω
αρχ.
1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο
(«ἐκχωρεῖν ἐκ χώρας»)
2. μεταναστεύω, μετοικώ
3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω
4. (για μέλος του σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι
5. αποχωρώ, παραιτούμαι, αποσύρομαι
6. υποχωρώ, κάνω τόπο, παραχωρώ τη θέση μου
7. (για κίνηση τών εντέρων) μετακινούμαι.