ἐπαυλία
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ion. ἐπαυλίη, epithet of Artemis, IG12(8).359 (Thasos, v B.C.).
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, s. ἐπαύλιον 2).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἐπαύλιον.
Greek Monolingual
ἐπαυλία και ιων. τ. ἐπαυλίη, η (Α)
1. επίθετο της Αρτέμιδος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα, ἐν ἧ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανλία (< αυλή)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυλία: ας ἡ Plut. = ἐπαύλιον.