χορίαμβος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ὁ, in metre, choriambus, i.e. foot of four syllables (- -), consisting of a chorius (- ) and iambus ( -), Heph.3.3, Aristid. Quint.1.22.
German (Pape)
[Seite 1366] ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.
Russian (Dvoretsky)
χορίαμβος: ὁ стих. хориамб (стопа ‒∪∪‒).
Greek (Liddell-Scott)
χορίαμβος: ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συγκείμενος ἐκ χορείου (= τροχαίου) καὶ ἰάμβου (-υυ-), Terent. Maur.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορ-εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος.
Mantoulidis Etymological
[=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)]. Ἀπό τό χορεῖος ἤ χόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.