συρίττω
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
English (LSJ)
v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίττω: атт. = συρίζω I.
Greek (Liddell-Scott)
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
Greek Monotonic
σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.
Mantoulidis Etymological
(=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγμα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).