αἰθίοψ
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Russian (Dvoretsky)
αἰθίοψ: οπος adj. обожженный солнцем, загорелый (χρώς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθίοψ -οπος αἴθω als adj. donker.
Spanish (DGE)
-οπος
rojizo χρώς del cuerpo de una cigarra AP 7.196 (Mel.), χροιά del color de una flor, Ach.Tat.4.5.2
• tinto, oscuro Αἰθίοψ· ὁ Λέσβιος, μέλας ἢ τὸ κεράμιον Hsch.
• DMic.: a3-ti-jo-qo.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω.