αἰθίοψ

From LSJ
Revision as of 15:30, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Russian (Dvoretsky)

αἰθίοψ: οπος adj. обожженный солнцем, загорелый (χρώς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθίοψ -οπος αἴθω als adj. donker.

Spanish (DGE)

-οπος
rojizo χρώς del cuerpo de una cigarra AP 7.196 (Mel.), χροιά del color de una flor, Ach.Tat.4.5.2
tinto, oscuro Αἰθίοψ·Λέσβιος, μέλας ἢ τὸ κεράμιον Hsch.
• DMic.: a3-ti-jo-qo.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω.