αἰθίοψ

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

German (Pape)

οπος, sonnverbrannt, χρώς Mel. 111 (VII.196). Dah. die Äthiopier.

Russian (Dvoretsky)

αἰθίοψ: οπος adj. обожженный солнцем, загорелый (χρώς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθίοψ -οπος αἴθω als adj. donker.

Spanish (DGE)

-οπος
rojizo χρώς del cuerpo de una cigarra AP 7.196 (Mel.), χροιά del color de una flor, Ach.Tat.4.5.2
tinto, oscuro Αἰθίοψ· ὁ Λέσβιος, μέλας ἢ τὸ κεράμιον Hsch.
• Diccionario Micénico: a3-ti-jo-qo.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω.