αἰθίοψ
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
German (Pape)
οπος, sonnverbrannt, χρώς Mel. 111 (VII.196). Dah. die Äthiopier.
Russian (Dvoretsky)
αἰθίοψ: οπος adj. обожженный солнцем, загорелый (χρώς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθίοψ -οπος αἴθω als adj. donker.
Spanish (DGE)
-οπος
rojizo χρώς del cuerpo de una cigarra AP 7.196 (Mel.), χροιά del color de una flor, Ach.Tat.4.5.2
• tinto, oscuro Αἰθίοψ· ὁ Λέσβιος, μέλας ἢ τὸ κεράμιον Hsch.
• Diccionario Micénico: a3-ti-jo-qo.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἴθω.