πολιά

From LSJ
Revision as of 08:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐά Medium diacritics: πολιά Low diacritics: πολιά Capitals: ΠΟΛΙΑ
Transliteration A: poliá Transliteration B: polia Transliteration C: polia Beta Code: polia/

English (LSJ)

ἡ, greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.

Russian (Dvoretsky)

πολιά: ион. πολιή
1) седина Men., Arph., Anth.;
2) старческий возраст, старость Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.

Greek Monotonic

πολιά: ἡ (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.

Middle Liddell

πολιά, ἡ, πολιός
grayness of hair, Menand.