προσονομάζω

From LSJ
Revision as of 08:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσονομάζω Medium diacritics: προσονομάζω Low diacritics: προσονομάζω Capitals: ΠΡΟΣΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: prosonomázō Transliteration B: prosonomazō Transliteration C: prosonomazo Beta Code: prosonoma/zw

English (LSJ)

A call by a name, θεοὺς π. σφεας ἀπὸ . .give them the name θεοί, Hdt.2.52; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arist.Cael.270b22; νεὼν π. Διὸς Ὀλυμπίου LXX 2 Ma.6.2; ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Plu.Thes.36, cf. OGI56.22 (Canopus, iii B.C.), 90.39(Rosetta, ii B.C., both Pass.); Dor. ποτονομάζω, -άζοντας Ἀλκεσίππεια calling the games A., SIG631.5 (Delph., ii B.C.):—Aeol. Pass., εὐεργέταν προσονυμάσδεσθαι IGRom.4.1302.7 (Cyme, i B.C./i A.D.). 2 Pass., to be surnamed, Σαρᾶτος Ζωΐλου προσωνομασμένου Ἀμόϊτος POxy.1648.68 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 774] benennen; Plut. Thes. 36; D. L. 2, 85. 3, 50. 7, 135. 147.

French (Bailly abrégé)

donner à qqn ou à qch le nom de, acc..
Étymologie: πρός, ὀνομάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ονομάζω aanspreken als, benoemen met de naam van..., met dubbele acc.: θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας zij zijn hen goden gaan noemen Hdt. 2.52.1.

Russian (Dvoretsky)

προσονομάζω: именовать, давать название: π. θεούς Her. именовать богами; αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arst. называть высочайшее место эфиром.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. καλώ κάποιον με ένα όνομα, τον ονοματίζω («αἰθέρα προσονομάζειν τὸν ἀνωτάτω τόπον», Αριστοτ.)
2. αποδίδω σε κάποιον πρόσθετο όνομα, του προσδίδω προσωνυμία, επονομάζω.

Greek Monotonic

προσονομάζω: μέλ. -σω, καλώ κάποιον με το όνομά του, προσονομάζω θεούς, τους αποδίδω το όνομα θεοί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσονομάζω: καλῶ μέ τι ὄνομα, πρ. θεούς, δίδω εἰς αὐτοὺς τὸ ὄνομα θεοί, Ἡρόδ. 2. 52· αἰθέρα πρ. τὸν ἀνωτάτω τόπον Ἀριστ. Κατηγ. 1. 3, 13· ὃν Ἀσφάλειον καὶ Γαιήοχον προσονομάζομεν Πλουτ. Θησ. ἐν τέλ.· - Αἰολ. παθ., προσονυμάσδεσθαι εὐεργέτας Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 8.

Middle Liddell

fut. σω
to call by a name, πρ. θεούς to give them the name θεοί, Hdt.