τιθηνός

From LSJ
Revision as of 09:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνός Medium diacritics: τιθηνός Low diacritics: τιθηνός Capitals: ΤΙΘΗΝΟΣ
Transliteration A: tithēnós Transliteration B: tithēnos Transliteration C: tithinos Beta Code: tiqhno/s

English (LSJ)

όν, (θῆσθαι) A nursing, χθών Lyc.1398; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee nurture for thy nursing labours, i.e. rewarding thee for thy trouble in nursing me, E.IA1230. II Subst. τιθηνός, , one who nurses or brings up, foster-father, LXX Nu. 11.12, al., Nic.Al.31, Orph.H.54.1, etc.; τ. τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως Sammelb.1568.2 (ii B.C.): also τιθηνός, ἡ, = τιθήνη, Anon. ap. Longin. 44.2, Plu.2.322c. 2 nursling, παῖδα τιθηνόν IG14.1437.

German (Pape)

[Seite 1113] wartend, nährend, pflegend; πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, Eur. I. A. 1230; als subst. der Pfleger oder Erzieher, Nic. Al. 31; Plut. Pomp. 77; auch ἡ τιθηνός, Pind. fr. 14.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui allaite, qui nourrit ; qui paie, qui compense, gén..
Étymologie: R. Θα, sucer, avec redoubl. ; cf. τιθήνη, lat. fello ; sur θ‖f, cf. θήρ‖fera, θύρα‖fores.

Greek Monolingual

-όν, Α τιθήνη
1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός
2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις του ή της τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.)
3. το αρσ. ως ουσ.τιθηνός
άτομο που ασχολείται με την ανατροφή μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του
4. το θηλ. ως ουσ.τιθηνός
παραμάννα μικρού παιδιού, τροφός.

Greek Monotonic

τῐθηνός: -όν (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς, ανταποδίδοντάς σου τις φροντίδες περίθαλψής, για τους κόπους που κατέβαλες για τη δική μου περίθαλψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνός:
I ὁ и ἡ кормилец, кормилица или воспитатель(ница) Pind., Plut.
питающий (τροφαί Eur.).

Middle Liddell

τῐθηνός, όν [*θάω, with redupl.]
nursing, πόνων τιθηνοὺς ἀποδιδοῦσά σοι τροφάς repaying thee nursing tendance for nursing labours, Eur.