ἀκηδία
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45. 2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3. 3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Gland.12; -εία Diog.Oen.25.3.9, jón. -είη Emp.B 136, A.R.2.219
1 despreocupación, falta de cuidado, indiferencia νόοιο Emp.B 136, cf. A.R.2.219, 3.260, Diog.Oen.25.3.9, τῆς παραφορῆς Aret.CA 1.1.28
•en el sintagma ἐν ἀκηδίῃ sin atención ἄμφω δὲ ἐν ἀκηδίῃ καταγυιοῖ τὴν φύσιν ambas cosas, si no se les presta atención, debilitan la naturaleza Hp.Gland.12
•dejadez, apatía Cic.Att.290.1, Herm.Vis.3.11.3.
2 de un estado físico embotamiento, cansancio ἀ. καὶ κάματος Luc.Herm.77, ἀ. καὶ ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ κόπος Gr.Nyss.Ep.1.10
•entorpecimiento μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, ἄλλοτ' ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο sus mejillas se mudaban ya en pálidas, ya en rojas, por los desvíos de su razón A.R.3.298
•abatimiento στενωθεῖσα ὑπὸ ἀκηδίας Pall.V.Chrys.17.165.
3 angustia, objeto de preocupación, tristeza πνεῦμα ἀκηδίας ánimo triste LXX Is.61.3, οὔθ' ὑπὸ ἄλλης τινὸς ἀκηδίας ἐταλαιπώρησεν D.C.73.2
•desesperación Cyr.Al.M.73.504C.
4 descuido, acidia, pereza tentación especial de los eremitas ἀ. ἐστὶν ἀτονία τῆς ψυχῆς Nil.M.79.1157C.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδία: ἡ
1) беззаботность, беспечность Cic.;
2) пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.
Greek Monolingual
ἀκηδία, η (AM)
στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) ἀκηδής
1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια
2. αθυμία
3. εξάντληση, εξασθένηση
μσν.
(Εκκλ.)
1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία
2. άγχος, αγωνία
3. απελπισία
4. θλίψη
5. ψυχική κατάπτωση, πειρασμός του μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκηδιῶ].