ἐκκαλαμάομαι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
pull out with a καλάμη, fish out: hence metaph., wheedle out, Ar.V.609.
Spanish (DGE)
(ἐκκᾰλᾰμάομαι)
pescar con caña, cóm. fig. pescar, sacar τῇ γλώττῃ <τὸ> τριώβολον Ar.V.609.
German (Pape)
[Seite 761] med., mit der Angel herausholen, übertr., Ar. Vesp. 609.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
pêcher (comme) à la ligne.
Étymologie: ἐκ, κάλαμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκᾰλᾰμάομαι: досл. выуживать, шутл. ловить (τὸ τριώβολον τῇ γλώττῃ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλᾰμάομαι: ἀποθ., ἀπὸ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἁλιεύω, ψαρεύω, Ἀριστοφ. Σφ. 609.
Greek Monotonic
ἐκκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., ψαρεύω με ψαροκάλαμο, σε Αριστοφ.