Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀργυρίδιον

From LSJ
Revision as of 19:29, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρῑ́διον Medium diacritics: ἀργυρίδιον Low diacritics: αργυρίδιον Capitals: ΑΡΓΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: argyrídion Transliteration B: argyridion Transliteration C: argyridion Beta Code: a)rguri/dion

English (LSJ)

[ρῑ], τό, = ἀργύριον, generally (but not always, cf. Alciphr.3.38) in a contemptuous sense, Ar. Pl.147,Fr.547, Eup.113; ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Socr.Ep.36, Olymp.in Grg.p.275J.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρίδιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ρῑ-]
pequeña cantidad de plata o dinero διὰ μικρὸν ἀ. δοῦλος γεγένημαι Ar.Pl.147, ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Ar.Fr.560, Eup.124, Din.Fr.48.3, Socr.Ep.36, Diph.19.2, Arr.Epict.1.18.22, PFam.Teb.19.4 (II d.C.), SB 7743.19, Alciphr.2.36.2, Olymp.in Grg.125.25.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite quantité d'argent.
Étymologie: ἄργυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρίδιον: τό немножко серебра Arph., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, καθόλου μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 147, Ἀποσπ. 462, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 42· ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Ἰσοκρ. 291Ε· ἴδε ἐν λ. χρυσίδιον.

Greek Monolingual

ἀργυρίδιον, το (Α)
(με περιφρονητική σημασία) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του αργύριον < άργυρος].

Greek Monotonic

ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, με περιφρονητική σημασία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


= ἀργύριον, in contemptuous sense, Ar.

English (Woodhouse)

small piece of silver

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)