Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαύνωση

From LSJ
Revision as of 12:33, 5 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χαύνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ χαυνῶ, χαυνώνω
νεοελλ.
η κατάσταση του χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση
μσν.
1. κενό διάστημα
2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση του μαλακού
αρχ.
1. πλαδαρότητα
2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση, ανακούφιση
β) φούσκωμα, κομπασμός
γ) πρόκληση σύγχυσης, σύγχυση
δ) μείωση της σημασίας ή της αξίας.