δύσχορτος

From LSJ
Revision as of 13:32, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχορτος Medium diacritics: δύσχορτος Low diacritics: δύσχορτος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: dýschortos Transliteration B: dyschortos Transliteration C: dyschortos Beta Code: du/sxortos

English (LSJ)

ον, with little grass or with little food, δύσχορτοι οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.

German (Pape)

[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσχορτος -ον [δυσ-, χόρτος] met weinig grasland, met barre gronden.

Russian (Dvoretsky)

δύσχορτος: не имеющий пищи, т. е. негостеприимный (οἶκοι Eur.).

Greek Monolingual

δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.

Greek Monotonic

δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.

Middle Liddell

δύσ-χορτος, ον
with little grass, ill off for food, Eur.