δύσχορτος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ον, with little grass or with little food, δύσχορτοι οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.
German (Pape)
[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσχορτος -ον [δυσ-, χόρτος] met weinig grasland, met barre gronden.
Russian (Dvoretsky)
δύσχορτος: не имеющий пищи, т. е. негостеприимный (οἶκοι Eur.).
Greek Monolingual
δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.
Greek Monotonic
δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.