ὑράξ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).
Greek Monolingual
και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐρ-άξ, πατ-άξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
German (Pape)
adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).