λυρίζω
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
A play the lyre, Chrysipp.Stoic.3.140, Anacreont.42.12, Teucer in Cat. Cod.Astr.7.202. II trans., play on the lyre, ποιήματα Phalar.Ep. 67.1.
French (Bailly abrégé)
chanter sur la lyre.
Étymologie: λύρα.
Russian (Dvoretsky)
λῠρίζω: играть на лире Anacr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρίζω: παίζω τὴν λύραν, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1037Ε, Ἀνακρεόντ. 45. 12.
Greek Monolingual
λυρίζω (AM) λύρα
παίζω λύρα
μσν.
μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη
αρχ.
τραγουδώ με συνοδεία λύρας.
Greek Monotonic
λῠρίζω: (λύρα), παίζω τη λύρα, σε Ανακρεόντ.
Middle Liddell
λῠρίζω, λύρα
to play the lyre, Anacreont.