νηπελέω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.
Greek (Liddell-Scott)
νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.
Greek Monolingual
νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].
Frisk Etymological English
Meaning: be powerless
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Frisk Etymology German
νηπελέω: {nēpeléō}
Meaning: machtlos sein
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Page 2,315
German (Pape)
(πέλομαι, vgl. εὐηπελέω und κακηπελέω), unvermögend, ohnmächtig sein, Hippocr. nach Galen., der ἀδυνατέω erkl.