νηπελέω

From LSJ
Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπελέω Medium diacritics: νηπελέω Low diacritics: νηπελέω Capitals: ΝΗΠΕΛΕΩ
Transliteration A: nēpeléō Transliteration B: nēpeleō Transliteration C: nipeleo Beta Code: nhpele/w

English (LSJ)

to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.

Greek (Liddell-Scott)

νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.

Greek Monolingual

νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].

Frisk Etymological English

Meaning: be powerless
See also: s. ὀλιγηπελέων.

Frisk Etymology German

νηπελέω: {nēpeléō}
Meaning: machtlos sein
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Page 2,315

German (Pape)

(πέλομαι, vgl. εὐηπελέω und κακηπελέω), unvermögend, ohnmächtig sein, Hippocr. nach Galen., der ἀδυνατέω erkl.