ὄρπετον
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
τό, Aeol. for ἑρπετόν, Sapph.40, Theoc.29.13. (Cf. ἁρπετόν.)
Greek Monotonic
ὄρπετον: τό, Αιολ. αντί ἑρπετόν.
Russian (Dvoretsky)
ὄρπετον: τό эол. Theocr. = ἑρπετόν.
Middle Liddell
ὄρπετον, ου, τό, [aeolic for ἑρπετόν.]
German (Pape)
τό, äol. = ἑρπετόν; Sappho bei Hephaest. p. 24; Theocr. 29.13.