κράβατος

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράβατος Medium diacritics: κράβατος Low diacritics: κράβατος Capitals: ΚΡΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: krábatos Transliteration B: krabatos Transliteration C: kravatos Beta Code: kra/batos

English (LSJ)

v. κράββατος.

Greek Monolingual

και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος)
ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
φέρετρο
αρχ.
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως δάνειο και στη Λατινική (πρβλ. λατ. grabatus).
ΠΑΡ. αρχ. κραβάκτιον, κραβατάλιον, κραβάτιον, κραββατίζω
μσν.
κραβακτήριος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κραβαττοπυρία, κραββατοποιός, κραββατοφόριος].

German (Pape)

oder κράββατος, ὁ, makedonisches Wort für σκίμπους, von den Attizisten verworfen, Ruhebett, grabatus, NT; vgl. Sturz dial. Maced. p. 175 und Poll. 10.35.