περίρροος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, contr. περίρρους, ουν, A = περίρρυτος, Hdt.1.174. 2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24. II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1. 2 = περιρροια ΙΙ, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i†/, Coac.629.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.
Russian (Dvoretsky)
περίρροος: стяж. περίρρους 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.
Greek Monotonic
περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.
German (Pape)
zusammengezogen περίρρους,
1 rings umflossen, mit Wasser umgeben, Her. 1.174.
2 als substant. die umgebende Flüssigkeit, Hippocr. und a. Medic.