διομαλύνω
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
distribute evenly, Plu.2.130d.
Spanish (DGE)
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
French (Bailly abrégé)
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
Greek Monolingual
διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.
German (Pape)
durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.