ὠκύποινος
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].
Greek Monotonic
ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠκύ-ποινος, ον, ποινή
quickly-avenged, Aesch.
German (Pape)
schnell rächend, strafend, und pass., schnell bestraft, παραιβασία Aesch. Spt. 725.