ἡμιβρεχής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v. ἡμιβραχής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié trempé ou arrosé.
Étymologie: ἡμι-, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιβρεχής: наполовину мокрый, влажный (θέρμοι Anth.).
German (Pape)
halb benetzt, Theophr.; θερμοί Ammian. 20 (XI.413).