μακροτάτω
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Adv. Sup. of μακρός, farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
Russian (Dvoretsky)
μακροτάτω: superl. к μακρῶ.
Greek (Liddell-Scott)
μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.
Greek Monolingual
μακροτάτω (Α)
επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. του μακρός.
German (Pape)
am weitesten, fernsten, Sp.