λιμνήσιον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
τό, A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Dsc.3.7; = κενταύρειον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.3.6. II = ἀδάρκη, Damocr. ap. Gal.13.1051.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνήσιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ, κενταύρειον, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 18. 862, πρβλ. λιμναῖον.
German (Pape)
τό, eine Pflanze, Diosc.