οἰκτρόγοος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ον, wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτρόγοος: жалобно стонущий, жалобный (λόγοι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.
Greek Monolingual
οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].
Greek Monotonic
οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.
German (Pape)
jämmerlich klagend, λόγοι, Plat. Phaedr. 267c.