καταρριζόω

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρριζόω Medium diacritics: καταρριζόω Low diacritics: καταρριζόω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΖΟΩ
Transliteration A: katarrizóō Transliteration B: katarrizoō Transliteration C: katarrizoo Beta Code: katarrizo/w

English (LSJ)

make rooted, plant firmly, τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti.73b; ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.2.805f; λᾶα AP9.708 (Phil.):—Pass., take root, Pl.Ti.76c, 77c, etc.; σύριγγος -ερριζωμένης planted, terminated, Antyll. ap. Orib. 44.22.10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enraciner, affermir solidement.
Étymologie: κατά, ῥιζόω.

Russian (Dvoretsky)

καταρριζόω: укоренять, утверждать, укреплять (βαθὺ στήριγμα Anth.; τὸ θνητὸν γένος Plat.): καταρριζοῦσθαι Plat. и κ. ἑαυτόν Plut. пускать корни, укореняться, утверждаться.

Greek (Liddell-Scott)

καταρριζόω: κάμνω τι νὰ ῥιζώσῃ, φυτεύω στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον πέπηγε αὐτόθι 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρριζόω [κατάρριζος] act., met acc. planten, doen wortelen. pass. intrans. wortel schieten.

German (Pape)

einwurzeln, (mit Wurzeln) befestigen; τὸ θνητὸν γένος Plat. Tim. 72b, vgl. 77c; Sp.