δισσότοκος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, twice-born, of Bacchus, Nonn. D. 1.4.
Spanish (DGE)
-ον nacido dos veces de Baco, Nonn.D.1.4, cf. 41.75.
Greek Monolingual
δισσότοκος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τοκος < τίκτω. Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), έναντι του παροξυτονούμενου συνθέτου (δισσοτόκος) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].