κυνάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάνθρωπος Medium diacritics: κυνάνθρωπος Low diacritics: κυνάνθρωπος Capitals: ΚΥΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: kynánthrōpos Transliteration B: kynanthrōpos Transliteration C: kynanthropos Beta Code: kuna/nqrwpos

English (LSJ)

ον, of a dog-man, νόσος κυνάνθρωπος = cynanthropy, kynanthropy, a malady in which a man imagines himself to be a dog, Gal.19.719, Antioch.Astr.in Cat.Cod. Astr.7.115.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάνθρωπος: -ον, «σκυλλάνθρωπος», νόσος κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων ἄνθρωπος νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. λυκάνθρωπος.

Greek Monolingual

ο (AM κυνάνθρωπος, -ον)
νεοελλ.
1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος
2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος
αρχ.
φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» — κυνανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος.

German (Pape)

ὁ, der Hundemensch, auch ἡ κυν. νόσος, eine Krankheit. S. λυκάνθρωπος.