εὐτείχιστος

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχιστος Medium diacritics: εὐτείχιστος Low diacritics: ευτείχιστος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euteíchistos Transliteration B: euteichistos Transliteration C: efteichistos Beta Code: eu)tei/xistos

English (LSJ)

ον, well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχιστος: Polyb., Diod. = εὐτείχεος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχιστος: -ον, καλῶς τετειχισμένος, Πολύβ. 3. 90, 8, ἀμφίβ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐτείχιστος, -ον)
ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός
νεοελλ.
αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, θαλασσοτείχιστος].

German (Pape)

mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, πόλις Pol. 3.90.8; DS. 3.47.