ἀντιπαραθέω

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαραθέω Medium diacritics: ἀντιπαραθέω Low diacritics: αντιπαραθέω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΩ
Transliteration A: antiparathéō Transliteration B: antiparatheō Transliteration C: antiparatheo Beta Code: a)ntiparaqe/w

English (LSJ)

A outflank, X.An.4.8.17. II run parallel to a thing, Plot.6.5.11.

Spanish (DGE)

1 correr en sentidos opuestos οἱ μὲν ἐπὶ τὸ δεξιὸν οἱ δὲ ἐπὶ τὸ εὐώνυμον X.An.4.8.17.
2 fig. proceder en forma paralela πρὸς ταύτην τὴν ἀπειρίαν τῆς δυνάμεως Plot.6.5.11.

French (Bailly abrégé)

courir contre l'ennemi, charger l'ennemi.
Étymologie: ἀντί, παραθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαραθέω: бежать вдоль фронта, бегом растягивать фронт (во избежание флангового обхода) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαραθέω: τρέχω ἐναντίον τινὸς ἐκ τοῦ πλαγίου, ὑπερφαλαγγῶ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 17. ΙΙ. τρέχω παραλλήλως πρός τι, Πλωτῖν. 6 5, 11.

Greek Monolingual

ἀντιπαραθέω (Α)
1. τρέχω εναντίον κάποιου από τα πλάγια, υπερφαλαγγίζω
2. τρέχω παράλληλα προς κάτι.

Greek Monotonic

ἀντιπαραθέω: μέλ. —θεύσομαι, υπερφαλαγγίζω, ξεγελώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

to outflank, Xen.

German (Pape)

(θέω), schnell entgegen und vorbeimarschieren, überflügeln, Xen. An. 4.8.17.