μαχαιροποιός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ὁ, maker of cutlery, Ar.Av. 442, D.27.9, Plu.Dem.4, Luc.Rh.Pr.10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, de sabres.
Étymologie: μάχαιρα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχαιροποιός: ὁ ножевой и сабельный мастер, ножовщик Arph., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιροποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 441, Δημ. 816. 5.
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιροποιός)
ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῖτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -ποιός].
Greek Monotonic
μᾰχαιροποιός: -όν (ποιέω), τεχνίτης που κατασκευάζει μαχαίρια, σε Αριστοφ., Δημ.
Middle Liddell
μᾰχαιρο-ποιός, όν ποιέω
a cutler, Ar., Dem.
German (Pape)
ὁ, Messer- od. Säbelschmied; Ar. Av. 441; Dem. 27.9; Plut. Pelop. 12.