κοσκινόρινος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινόρρινος, μελάρρινος].
German (Pape)
[ρῑ], mit einem wie ein Sieb durchlöcherten Leder, vielleicht von einem alten Schilde, Hesych.; oder ein Fell, zum Siebmachen geeignet.