ἀδήριτος
English (LSJ)
ον, A without strife or battle, Il.17.42. 2 uncontested, undisputed, Plb.1.2.3, Orph.A.846. Adv. ἀδηρί-τως Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3. II not to be striven against, unconquerable, ἀνάγκης σθένος A.Pr.105.
Spanish (DGE)
(ἀδήρῑτος) -ον
• Alolema(s): fem. -η Hsch.
I 1ajeno a la lucha, que no ha experimentado la guerra, no destruido por la guerra οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδ' ἔτ' ἀ. Il.17.42.
2 indiscutido, incontestado ἡγεμονία Plb.1.2.3, γέρας Orph.A.846, ὑπολαβόντες ἀδήριτον αὐτοῖς ὑπάρχειν τὴν Ἰβηρίαν considerando su posición en Iberia como indiscutida Plb.10.36.3, ὕβρις Plb.3.3.5.
II contra lo que no se puede luchar, irresistible ἀνάγκης σθένος A.Pr.105, γόος Androm.14, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.940.12.
III que no teme la lucha γυναῖκες δῆριν ἀπειλείουσιν ἀδηρίτῳ Λυκοόργῳ las mujeres lanzan el grito de combate contra Licurgo que no teme el combate Nonn.D.20.204, cf. 22.73, 40.98.
IV adv. -ως sin disputa Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3, Gp.5.2.19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans combat;
2 qu’on ne peut combattre, invincible, inexpugnable.
Étymologie: ἀ, δηρίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδήρῑτος:
1) не ставший предметом спора: οὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. теперь-то решится вопрос; ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τὴν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией;
2) неодолимый, непобедимый (ἀνάγκης σθένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδήρῑτος: -ον, (δηρίομαι) ὁ ἄνευ ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, ἔνθα ἴδε Spitzn. 2) ἀκαταμάχητος, ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - οὕτως ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, ἀκαταμάχητος· ἀνάγκης σθένος, Αἰσχύλ. Πρ. 105.
English (Autenrieth)
(δῆρις): uncontested, Il. 17.42†.
Greek Monotonic
ἀδήρῑτος: -ον (δηρίομαι),
I. αυτός που γίνεται χωρίς αγώνα ή πάλη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ακαταμάχητος, αήττητος· ἀνάγκης σθένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δηρίομαι
I. without strife or battle, Il.
II. unconquerable, ἀνάγκης σθένος Aesch.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀκαταμάχητος). Ἀπό τό α στερητ. + δηρίομαι (=μάχομαι).
German (Pape)
[ῑ], kampflos, ungekämpft, πόνος Il. 17.42 (ἅπαξ εἰρημ.); Polyb. 1.2.3; unbestritten, unbezwinglich, ἀνάγκης σθένος Aesch. Pr. 105.
• Adv. ἀδηρίτως, unbestritten, unzweifelhaft, Plut., z.B. Pomp. 76.