Δημητριάς
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj.: I (sc. φυλή) tribe named in honour of Demetrius Poliorcetes, Plu.Demetr.10. II city founded by him, Plb.3.6.4, etc.:—hence Δημητριεῖς, οἱ, its citizens, Id.5.99.3. III as substantive, six-rowed barley, Hsch. 2 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
Demetríade
I 1(sc. φυλή) n. dado a una tribu aten. en honor de Demetrio Poliorcetes, D.S.20.46, Plu.Demetr.10, St.Byz.s.u. Ἀγνοῦς.
2 (sc. ἡμέρα) el día de Demetrio, 30 del mes Muniquion (abril) en honor de Demetrio Poliorcetes, Plu.Demetr.12.
3 Δ.· κριθὴ ἑξάστιχος Hsch.
II geog.
1 ciudad de Tesalia fundada por Demetrio Poliorcetes, 290 a.C., Ps.Dicaearch.2.12, Plb.3.6.4, SEG 34.558.33 (Larisa II a.C.), D.S.29.2, 31.8, Str.9.4.15, Plu.Demetr.53, Brut.25, Flam.10, App.Mac.8, Syr.29, Mith.29, BC 3.63, Ptol.Geog.3.12.14, D.C.57.57, St.Byz.
2 ciudad de Asiria cerca de Arbela Δ. πόλις Str.16.1.4, St.Byz.
3 ciudad de Aracosia, Isid.Char.2.19.
4 n. dado a Sición por Demetrio Poliorcetes, D.S.20.102, Plu.Demetr.25.
5 n. dado a la isla de Paros en honor de Deméter, Nicanor en St.Byz.s.u. Πάρος.
III bot., uno de los nombres de la verbena Ps.Dsc.4.60.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
la (12ᵉ) tribu attique Démétriade (entre 307 et 210).
Étymologie: Δημήτριος².
Greek Monolingual
και δημητριάς, η (AM Δημητριάς) Δημήτριος
πόλη του Παγασητικού Κόλπου που χτίστηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή
νεοελλ.
η δημητριάς
μικρό Κολεόπτερο της οικογένειας τών Καραβίδων
αρχ.
1. όνομα φυλής στην αρχαία Αθήνα
2. ποικιλία κριθαριού
3. ονομασία του φυτού περιστερεών ο ύπτιος.
Russian (Dvoretsky)
Δημητριάς: άδος ἡ Деметриада названные в честь Деметрия Полиоркета:
1 город в Магнесии - в Фессалии Polyb., Diod.;
2 атт. фила Plut., Diod.;
3 (sc. ἡμέρα) последний день месяца мунихиона Plut.