αὐτοκτόνως
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en tuant de sa main;
2 en s'entrégorgeant.
Étymologie: αὐτοκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκτόνως:
1 собственноручно убивая Aesch.;
2 убивая друг друга Aesch.