παραπλάσσω

From LSJ
Revision as of 15:16, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάσσω Medium diacritics: παραπλάσσω Low diacritics: παραπλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: paraplássō Transliteration B: paraplassō Transliteration C: paraplasso Beta Code: parapla/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλάττω, A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208:—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooem. II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon

Russian (Dvoretsky)

παραπλάσσω: атт. παραπλάττω (преимущ. med.)
1 присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);
2 преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.

Greek Monolingual

και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].