σύμπλοος

From LSJ
Revision as of 16:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλοος Medium diacritics: σύμπλοος Low diacritics: σύμπλοος Capitals: ΣΥΜΠΛΟΟΣ
Transliteration A: sýmploos Transliteration B: symploos Transliteration C: symploos Beta Code: su/mploos

English (LSJ)

ον, contr. σύμπλους, ουν, (πλέω) A sailing with one in a ship, shipmate, Hdt.2.115, 3.41, Ephor.27J., Plu.2.148a; τινι E.Hel. 1207, Antipho 5.21, etc.; σύμπλοι ἢ συστρατιῶται Pl.R.556c; poet. of ships, ναῦς σ. εἰς ἄγρην AP7.381 (Etrusc.), cf. 585 (Jul.). 2 metaph., partner or comrade in a thing, πάθους S.Ant.541.

German (Pape)

[Seite 988] zsgzgn σύμπλους, mit zu Schiffe fahrend, Schiffsgenosse; Her. 2, 115. 3, 41; Antiphil. 5, 21; ἢ ξύμπλοι γιγνόμενοι ἢ ξυστρατιῶται Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A. – Übertr., Gefährte, Theilnehmer, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. Ant. 537, u. Eur.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue ensemble ; ὁ σύμπλους compagnon de traversée ; p. ext. compagnon qui s'associe à, gén..
Étymologie: συμπλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπλοος -ον, contr. σύμπλους -πλουν, Att. ook ξύμπλους [συμπλέω] meevarend; met dat. met iem.. Eur. Hel. 1207. overdr. deelgenoot in, met gen.. Soph. Ant. 541.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλοος: стяж. σύμπλους
1 спутник по морскому путешествию, попутчик Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;
2 сотоварищ, соучастник: ξύμπλουν ἑαυτὸν τοῦ πάθους ποιεῖσθαι Soph. разделять (чьи-л.) страдания.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν· (πλέω)· ― ὁ ὁμοῦ μετά τινος πλέων ἔν τινι πλοίῳ, Ἡρόδ. 2. 115., 3. 41· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1207, Ἀντιφῶν 132. 2, κτλ.· ξύμπλοι ἢ ξυστρατιῶται Πλάτ. Πολ. 556C· ― ποιητ· ἐπὶ πλοίων, ναῦς σ. εἰς ἄγρην Ἀνθ. Π. 7. 381, πρβλ. 585. 2) μεταφ., μέτοχοςσύντροφος εἴς τι, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Σοφ. Ἀντ. 541.

Greek Monotonic

σύμπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (συμπλέω
1. αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο πλοίο, ντροφος στο πλοίο, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
2. συνέταιρος ή σύντροφος σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.