ἀέθλιον
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
Ep. and Ion. for ἆθλον, A prise, Il.9.124, Od.8.108, APl.5.374, AP9.637 (Damoch.). II = ἆθλος, contest, Od.24.169, Call. Del.187.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 premio, Il.9.124, Od.8.108, AP 9.637, 16.374, Nonn.D.37.548, 703, πλεῖστοι ἔθηκαν ἀέθλια καλὰ πόλεσ<σ>ι SEG 44.1182B.17 (Enoanda III d.C.) (aunque tb. interpr. c. el sent. de juegos).
2 prueba, competición, Od.24.169, Call.Del.187, Dian.108.
• Etimología: Término creado prob. como var. métr. de ἄεθλον.
German (Pape)
[Seite 38] τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεθλος ἄεθλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέθλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέθλια θαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 prix de la lutte;
2 lutte.
Étymologie: ἄεθλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀέθλιον -ου, τό metrische variant van ἆθλος en ἆθλον.
Russian (Dvoretsky)
ἀέθλιον: τό
1 награда победителю (на состязаниях), приз Hom.;
2 состязание Hom.;
3 pl. боевое снаряжение, оружие (πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀέθλιον: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἆθλον, = τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ ἆθλος, ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.
English (Autenrieth)
= ἄεθλον. Also pl. implements of combat, ‘weapons,’ Od. 21.4, 62, 117.
Greek Monotonic
ἀέθλιον: Επικ. και Ιων. αντί ἆθλον,
I. βραβείο, έπαθλο αγώνα, σε Όμηρ.
II. αντί ἆθλος, αγώνας, διαγωνισμός, σε Ομήρ. Οδ.