ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὅπλισις, σίδηρος, σίδαρος, ἔγχος, ἀέθλιον, ὅπλισμα, τεῦχος, ἔντεα, ἔντη, καθοπλισμός, ὑπασπίδιος