ἡγήτωρ

From LSJ
Revision as of 18:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγήτωρ Medium diacritics: ἡγήτωρ Low diacritics: ηγήτωρ Capitals: ΗΓΗΤΩΡ
Transliteration A: hēgḗtōr Transliteration B: hēgētōr Transliteration C: igitor Beta Code: h(gh/twr

English (LSJ)

(Dor. ἁγήτωρ Ibyc.Oxy.2081 A (f) Fr.4), ορος, ὁ, leader, commander, chief, Τρώων, φυλάκων, Il.3.153, 10.181; ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες chiefs in war and leaders in council, 2.79, etc.; ἡγήτωρ ὀνείρων, of Hermes, h.Merc. 14. II title of chief priest of Aphrodite in Cyprus, BMus.Inscr. 975.10 (Amathus), cf. Hsch. s.v. ἀγήτωρ.

German (Pape)

[Seite 1152] ορος, ὁ, = ἡγητήρ, Anführer, Heerführer; Τρώων Il. 3, 153; φυλάκων 10, 181; Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες 11, 687; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rathe. Auch bei K. S., ἡγήτορες ἐκκλησιῶν, Bischöfe.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
chef, qui préside à, gén..
Étymologie: ἡγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἡγήτωρ: дор. ἁγήτωρ, ορος ὁ
1 предводитель, начальник (Τρώων, φυλάκων Hom.);
2 проводник: ἡ. ὀνείρων HH навевающий сны (т. е. Гермес);
3 вождь, наставник (эпитет Зевса у спартанцев Xen. и Аполлона Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, διοικητής, Τρώων, φυλάκων Ἰλ. Γ. 153, Κ. 181· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, ἀρχηγοὶ ἐν πολέμῳ καὶ πρῶτοι ἐν βουλῇ, Β. 79, κτλ.· ἡγ. ὀνείρων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 14.

English (Autenrieth)

ορος (ἡγέομαι): leader, chief; freq. ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, w. ἄνδρες, Il. 16.495.

Greek Monotonic

ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, αρχηγός, διοικητής, οδηγός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἡγήτωρ, ορος,
a leader, commander, chief, Il.